λαστής

λαστής
λᾳστής, ὁ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. ληστής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ληστής — ο (AM λῃστής, Α τ. ληϊστής, δωρ. τ. λᾳστής) 1. αυτός που αρπάζει ξένη περιουσία με τη βία, αυτός που διαπράττει ληστεία («πανοῡργον κλῶπα καὶ λῃστήν τινα», Ευρ.) 2. αυτός που ζει στα βουνά και κλέβει βίαια ή με απειλή όσους συναντά, καθώς και… …   Dictionary of Greek

  • Βυτίνας, δήμος — Νέος δήμος (2.012 κάτ.) του νομού Αρκαδίας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Βυτίνης, Ελάτης, Καμενίτσης, Λάστης, Μαγουλιάνων, Νυμφασίας και Πυργακίου. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός Βυτίνα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”